καρτερικοί

καρτερικοί
καρτερικός
capable of endurance
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • νυκτίκηβος — (Nycticebus). Είδος πιθήκων που ζει στην Ινδοκίνα, τη Σουμάτρα και την Ιάβα. Τα ζώα αυτά έχουν βαρύ σώμα, κοντά πόδια και δεν έχουν καθόλου ουρά. Το μήκος τους κυμαίνεται από 32 έως 40 εκ. Οι πίθηκοι του είδους αυτού είναι καρτερικοί και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”